- κουρτέσης
- κουρτέσης, ὁ, θηλ. κουρτέσα (Μ)1. ως επίθ. ευγενικός, ευπροσήγορος, λεπτός στους τρόπους2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κουρτέσανεαρή γυναίκα ευγενούς καταγωγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. corteis ή ιταλ. cortese].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουρτέσικος — κουρτέσικος, η, ον (Μ) [κουρτέσης] 1. ευγενικός, φιλοφρονητικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κουρτέσικον ευγένεια, αρχοντιά. επίρρ... κουρτέσικα (Μ) 1. με ευγενικό τρόπο 2. γενναιόδωρα … Dictionary of Greek
κουρτεσία — κουρτεσία, και κουρτεσιά, ἡ (Μ) [κουρτέσης] 1. καλή συμπεριφορά, ευγένεια 2. διασκέδαση 3. φρ. «διὰ κουρτεσ(ι)άν» για το χατίρι μου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
ГЕННАДИЙ II СХОЛАРИЙ — Геннадий II Схоларий, патриарх Константинопольский. Портрет Геннадий II Схоларий, патриарх Константинопольский. Портрет [греч. Γεννάδιος ὁ Σχολάριος; в миру Георгий Куртесий греч. Κουρτέσης, Κουρτέσιος] (1403/05, К поль 1472/73, мон рь Продрома… … Православная энциклопедия